υπερόλβιος

υπερόλβιος
-ον, ΜΑ
υπέρμετρα πλούσιος και πάρα πολύ ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὄλβιος «πλούσιος, ευδαίμων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”